χουβαρντάς

χουβαρντάς
χουβαρντάς, ο και κουβαρντάς, ο
(λ. τουρκ.), αυτός που δαπανά για τους άλλους, γενναιόδωρος, απλόχερης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χουβαρντάς — ο, θηλ. χουβαρντού, Ν βλ. κουβαρντάς …   Dictionary of Greek

  • χουβαρντού — η, Ν βλ. χουβαρντάς …   Dictionary of Greek

  • γαλαντόμος — ο (λ. ιταλ.), ο ευγενής, ο ανοιχτοχέρης, ο γενναιόδωρος, ο χουβαρντάς, ο περιποιητικός: Μου στέλνει κάθε μέρα ανθοδέσμες γιατί είναι γαλαντόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθέριος — α, ο 1. (για επαγγέλματα), που δεν εξαρτιέται από ορισμένο ωράριο ή μισθό: Οι γιατροί έχουν ελευθέριο επάγγελμα. 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς. 3. ακόλαστος, που ελευθεριάζει (βλ. λ., 2): Γυναίκα ελευθερίων ηθών. 4. ως κύρ. όν.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος. 2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουβαρντόπαιδο — χουβαρντόπαιδο, το και κουβαρντόπαιδο, το νεαρός χουβαρντάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”